- μεσόκοιλον
- μεσόκοιλοςhollowmasc/fem acc sgμεσόκοιλοςhollowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσόκοιλος — μεσόκοιλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται σε κοίλο σημείο, σε κοιλάδα («πόλις μεσόκοιλος», Πολύβ.) 2. ο κοίλος στο μέσο («καυλὸν μεσόκοιλον», Διόσκ.) 3. αυτός που έχει κοιλανθεί, κοίλος 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσόκοιλα η μεσόδμη*. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek